Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αγριοθωρώ — ( έω) (MN) αγριοβλέπω, αγριοκοιτάζω *. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. ἄγρια + θωρῶ] … Dictionary of Greek
αγριοθωρώ — αγριοθώρησα, κοιτάζω άγρια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)